βάθος

βάθος
(-ους и -ου) τό
1) глубина (тж. перен. ); глубь;

μεγάλα βάθη — большая глубина;

στο βάθος τού δάσους — а) в глубине леса; — б) вглубь леса;

σε βάθος — на глубине;

βάθος σκέψης (γνώσεων) — глубина мысли (знаний);

βάθος εννοίας — филос, глубина понятия;

βάθ των πραγμάτων — сущность вещей;

2) дно (моря); недра (земли);

ζώα απαντώντα εις το βάθος των θαλασσών - — животные, обитающие на дне морском;

3) театр. задник;
4) жив. фон;

§ (γνωρίζω κάτι) κατά βάθος ( — знать что-л.) глубоко, основательно;

εκ βάθους ψυχής και καρδίας — от всей души и от всего сердца;

ή τού ΰψου(ς) ή τού βάθου(ς) ≈ — либо пан, либо пропал;

χαίρε βάθος αμέτρητον! ирон. — не предела (наивности, глупости)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βάθος" в других словарях:

  • Βάθος — depth nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθος — depth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • βάθος — το 1. η απόσταση από την επιφάνεια ως τον πυθμένα, η βαθύτητα σε αντίθεση με το ύψος: Οι σφουγγαράδες κατεβαίνουν σε μεγάλο βάθος στη θάλασσα. 2. η απόσταση από την είσοδο ως το εσωτερικό ενός χώρου: Η πόρτα του δωματίου βρισκόταν στο βάθος του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάθει — βάθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάθεϊ , βάθος depth neut dat sg (epic ionic) βάθος depth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθη — βάθος depth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάθος depth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθέεσσι — βάθος depth neut dat pl (epic) βαθύς deep masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθέων — βάθος depth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαθύς deep masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαθέω̆ν , βαθύς deep masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθίων — βάθος depth neut gen pl (doric) βαθύς deep masc/neut gen pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθῶν — βάθος depth neut gen pl (attic epic doric) βαθύς deep masc/neut gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθεα — βάθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»